- σκολιόγραπτος
- σκολῐό-γραπτος, ον,A marked with oblique lines, Arist.Fr.297.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολιόγραπτος — ον, Α σημειωμένος, χαραγμένος με στραβές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «κυρτός, στραβός» + γραπτός (< γράφω)] … Dictionary of Greek
σκολιόγραπτα — σκολιόγραπτος marked with oblique lines neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)